希臘語

編輯

詞源

編輯

μπάνιο (bánio) +‎ -ερό (-eró)

發音

編輯

名詞

編輯

μπανιερό (banierón (複數 μπανιερά)

  1. (口語) 泳裝

變格

編輯

近義詞

編輯