μπολσεβίκος

希臘語 編輯

名詞 編輯

μπολσεβίκος (bolsevíkosm (複數 μπολσεβίκοι,陰性 μπολσεβίκα)

  1. (歷史政治) 布爾什維克

變格 編輯

反義詞 編輯

相關詞彙 編輯

延伸閱讀 編輯