ξέκωλος
希臘語 編輯
詞源 編輯
ξε- (xe-, 「無」) + κώλος (kólos, 「屁股」),帶形容詞後綴。
發音 編輯
形容詞 編輯
ξέκωλος (xékolos) m (陰性 ξέκωλη,中性 ξέκωλο)
- (口語,貶義,幽默,一般指女性) 衣著暴露的
- 近義詞: ξεβράκωτος (xevrákotos)
- Όλες οι ξέκωλες βγήκαν απόψε στα μπαρς.
- Óles oi xékoles vgíkan apópse sta bars.
- 今晚所有穿得火辣的女生都出去泡吧了。
- (口語,比喻義) 無底的
- 近義詞: απύθμενος (apýthmenos)
- Μην βάζεις τίποτα εκεί μέσα, είναι ξέκωλο πιθάρι.
- Min vázeis típota ekeí mésa, eínai xékolo pithári.
- 不要把東西放到那裡去。那個罐子沒有底。
變格 編輯
ξέκωλος 的變格
相關詞彙 編輯
- ξεκωλιάρης m (xekoliáris, 「幸運兒;混賬」) (口語, 冒犯性)
- ξεκωλιάρα f (xekoliára, 「蕩婦」) (口語, 冒犯性)
- ξεκωλώνω (xekolóno, 「雞姦;使筋疲力盡」) (非常粗俗)