希臘語

編輯

詞源

編輯

ξε- (xe-, ) +‎ κώλος (kólos, 屁股),帶形容詞後綴。

發音

編輯

形容詞

編輯

ξέκωλος (xékolosm (陰性 ξέκωλη,中性 ξέκωλο)

  1. (口語貶義幽默一般指女性) 衣著暴露
    近義詞:ξεβράκωτος (xevrákotos)
    Όλες οι ξέκωλες βγήκαν απόψε στα μπαρς.
    Óles oi xékoles vgíkan apópse sta bars.
    今晚所有穿得火辣的女生都出去泡吧了。
  2. (口語比喻義) 無底
    近義詞:απύθμενος (apýthmenos)
    Μην βάζεις τίποτα εκεί μέσα, είναι ξέκωλο πιθάρι.
    Min vázeis típota ekeí mésa, eínai xékolo pithári.
    不要把東西放到那裡去。那個罐子沒有底

變格

編輯

相關詞彙

編輯