πευκοβελόνα
希臘語
編輯詞源
編輯源自古希臘語 πεύκη (peúkē, 「松樹」) + βελόνη (belónē, 「針」)。
名詞
編輯πευκοβελόνα (pefkovelóna) f (複數 πευκοβελόνες)
變格
編輯πευκοβελόνα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | πευκοβελόνα • | πευκοβελόνες • |
屬格 | πευκοβελόνας • | πευκοβελονών • |
賓格 | πευκοβελόνα • | πευκοβελόνες • |
呼格 | πευκοβελόνα • | πευκοβελόνες • |