πνευμονολόγος

希臘語 編輯

名詞 編輯

πνευμονολόγος (pnevmonológosm f (複數 πνευμονολόγοι)

  1. 呼吸醫學/胸腔醫學專家

變格 編輯

相關詞彙 編輯