πορτοκάλι

希臘語 編輯

詞源 編輯

源自威尼斯語 portogallo (橙子)

發音 編輯

名詞 編輯

πορτοκάλι (portokálin (複數 πορτοκάλια)

  1. 橙子
    φρεσκοστυμμένος χυμός πορτοκαλιούfreskostymménos chymós portokalioú鮮榨

變格 編輯

同類詞彙 編輯

相關詞彙 編輯

派生語彙 編輯