πουλί (poulí, 「鳥」) + -άκι (-áki, 指小後綴)
πουλάκι (pouláki) n (複數 πουλάκια)
- (口語,兒童用語) πουλί (poulí, 「小雞雞」) 的指小詞
- (口語,兒童用語,罕) 陰戶
- (非正式,愛稱) 小可愛,小寶貝 (尤其用於稱呼小孩)
Πουλάκι μου, εσύ! Τι θέλεις να σου μαγειρέψω;- Pouláki mou, esý! Ti théleis na sou mageirépso?
- 我的小寶貝!你想要我煮什麼給你吃?