σταφύλι
參見:σταφυλή
希臘語
編輯詞源
編輯源自中古希臘語 σταφύλιον (staphúlion),源自古希臘語 σταφυλή (staphulḗ) + -ιον (-ion)。
名詞
編輯σταφύλι (stafýli) n (複數 σταφύλια)
- 葡萄 (水果)
變格
編輯σταφύλι的變格
近義詞
編輯- ρώγα f (róga, 「葡萄;乳頭;指尖」)
同類詞彙
編輯- αετονύχι n (aetonýchi)
- τσαμπί f (tsampí, 「一串、一捆水果」)
- αμπέλι n (ampéli, 「葡萄藤,葡萄園」)
- άμπελος f (ámpelos, 「葡萄藤」)
參見
編輯- σταφυλή f (stafylí, 「小舌」)