συμβουλεύω

希臘語 編輯

詞源 編輯

源自古希臘語 συμβουλεύω (sumbouleúō)。等同於(συν-) συμ- + 古語動詞 βουλεύω (bouleúō, 商量),源自βουλή f (boulḗ, 決定) βουλ- + -εύω (動詞後綴)

發音 編輯

動詞 編輯

συμβουλεύω (symvoulévo) (過去簡單式 συμβούλεψα/συμβούλευσα/συνεβούλευσα被動語態 συμβουλεύομαι)

  1. 建議勸告

變位 編輯

相關詞彙 編輯