συστρατιώτης
希臘語
編輯詞源
編輯συ- (συν-) (sy- (syn-), 「一同」) + στρατιώτης (stratiótis, 「士兵」)
名詞
編輯συστρατιώτης (systratiótis) m (複數 συστρατιώτες)
變格
編輯συστρατιώτης的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | συστρατιώτης • | συστρατιώτες • |
屬格 | συστρατιώτη • | συστρατιωτών • |
賓格 | συστρατιώτη • | συστρατιώτες • |
呼格 | συστρατιώτη • | συστρατιώτες • |