希臘語 編輯

詞源 編輯

源自古希臘語 φονεύω (phoneúō)

發音 編輯

動詞 編輯

φονεύω (fonévo) (過去簡單式 φόνευσα被動語態 φονεύομαι被動過去 φονεύτηκα/φονεύθηκα被動完成分詞 φονευμένος)

  1. (正式) 殺害謀殺
    近義詞: σκοτώνω (skotóno)

變位 編輯

相關詞彙 編輯