φούστα
希臘語
編輯詞源
編輯源自φουστάνι (foustáni),源自意大利語 fustagno (「粗斜條棉布」)。
名詞
編輯φούστα (foústa) f (複數 φούστες)
- 短裙
變格
編輯φούστα的變格
派生語彙
編輯- → 羅馬尼亞語: fustă
相關詞彙
編輯- φουστανάκι n (foustanáki) (指小詞)
- φουστάνι n (foustáni, 「裙」)
- μίνι φούστα n (míni foústa, 「迷你裙」)
- φουστανέλα f (foustanéla)
參見
編輯- ποδόγυρος m (podógyros, 「裙擺」)