φωτογράφος
希臘語
編輯詞源
編輯源自古希臘語 φῶς (phôs, 「光」) + γράφω (gráphō)。
名詞
編輯φωτογράφος (fotográfos) m 或 f (複數 φωτογράφοι)
變格
編輯φωτογράφος的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | φωτογράφος • | φωτογράφοι • |
屬格 | φωτογράφου • | φωτογράφων • |
賓格 | φωτογράφο • | φωτογράφους • |
呼格 | φωτογράφε • | φωτογράφοι • |
相關詞彙
編輯- 參見:φωτογραφία f (fotografía, 「攝影;照片」)
延伸閱讀
編輯- φωτογράφος在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el