首頁
隨機
登入
設定
贊助
關於維基詞典
免責聲明
搜尋
χωράφι
語言
監視
編輯
目次
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
名詞
1.2.1
變格
1.2.2
相關詞彙
1.3
拓展閱讀
希臘語
編輯
詞源
編輯
源自
通用希臘語
χωράφιον
(
khōráphion
)
。
名詞
編輯
χωράφι
(
choráfi
)
n
(複數
χωράφια
)
(
農業
)
田地
,
耕地
χωράφι
σε αγρανάπαυση
―
choráfi
se agranápafsi
―
休耕
地
變格
編輯
χωράφι的變格
單數
複數
主格
χωράφι
•
χωράφια
•
屬格
χωραφιού
•
χωραφιών
•
賓格
χωράφι
•
χωράφια
•
呼格
χωράφι
•
χωράφια
•
相關詞彙
編輯
參見:
χώρα
f
(
chóra
)
拓展閱讀
編輯
χωράφι
in
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
[
Dictionary of Standard Modern Greek
], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.