希臘語

編輯

詞源

編輯

源自通用希臘語 χωράφιον (khōráphion)

名詞

編輯

χωράφι (choráfin (複數 χωράφια)

  1. (農業) 田地耕地
    χωράφι σε αγρανάπαυσηchoráfi se agranápafsi休耕

變格

編輯

相關詞彙

編輯

拓展閱讀

編輯