首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
άλαλος
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
形容詞
1.1.1
變格
1.1.2
相關詞彙
希臘語
编辑
形容詞
编辑
άλαλος
(
álalos
)
m
(陰性
άλαλη
,中性
άλαλο
)
目瞪口呆
的
近義詞:
άναυδος
(
ánavdos
)
啞
的
變格
编辑
άλαλος 的變格
數
格 / 性
單數
複數
陽性
陰性
中性
陽性
陰性
中性
主格
άλαλος
•
άλαλη
•
άλαλο
•
άλαλοι
•
άλαλες
•
άλαλα
•
屬格
άλαλου
•
άλαλης
•
άλαλου
•
άλαλων
•
άλαλων
•
άλαλων
•
賓格
άλαλο
•
άλαλη
•
άλαλο
•
άλαλους
•
άλαλες
•
άλαλα
•
呼格
άλαλε
•
άλαλη
•
άλαλο
•
άλαλοι
•
άλαλες
•
άλαλα
•
相關詞彙
编辑
αλαλία
f
(
alalía
,
“
啞
”
)