希臘語

编辑

名詞

编辑

άνθισμα (ánthisman (复数 ανθίσματα)

  1. 開花
    近義詞:άνθηση (ánthisi)άνθιση (ánthisi)
  2. (比喻義) 繁榮繁盛

變格

编辑

相關詞彙

编辑