希臘語

编辑

形容詞

编辑

αερόβιος (aeróviosm (陰性 αερόβια,中性 αερόβιο)

  1. (生物學化學) 好氧的,需氧
    αερόβιος μικροοργανισμόςaeróvios mikroorganismós好氧微生物
  2. (生理學運動) 有氧
    αερόβια άσκησηaeróvia áskisi有氧運動

變格

编辑

反義詞

编辑

相關詞彙

编辑
  • 並參見:αέρας m (aéras, 空氣,風)