首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
αμμόλοφος
语言
监视本页
编辑
希臘語
编辑
名詞
编辑
αμμό
λοφος
(
ammólofos
)
m
(复数
αμμόλοφοι
)
沙丘
變格
编辑
αμμόλοφος的變格
單數
複數
主格
αμμόλοφος
•
αμμόλοφοι
•
屬格
αμμόλοφου
•
αμμολόφου
•
αμμόλοφων
•
αμμολόφων
•
賓格
αμμόλοφο
•
αμμόλοφους
•
αμμολόφους
•
呼格
αμμόλοφε
•
αμμόλοφοι
•