απονήρευτος

希臘語

编辑

形容詞

编辑

απονήρευτος (aponíreftosm (陰性 απονήρευτη,中性 απονήρευτο)

  1. 天真
    近義詞: άδολος (ádolos)αθώος (athóos)απλοϊκός (aploïkós)αφελής (afelís)

變格

编辑

拓展閱讀

编辑