古希臘語

编辑

詞源

编辑

源自βρέχω (brékhō, 下雨) +‎ (, 抽象名詞後綴)

發音

编辑

名詞

编辑

βροχή (brokhḗf (屬格 βροχῆς); 一類變格

  1. (通用)

變格

编辑

派生語彙

编辑
  • 希臘語: βροχή (vrochí)

拓展閱讀

编辑

希臘語

编辑

詞源

编辑

源自古希臘語 βροχή (brokhḗ, )

發音

编辑

名詞

编辑

βροχή (vrochíf (复数 βροχές)

  1. Το χώμα ρουφούσε διψασμένο τις πρώτες σταγόνες της φθινοπωρινής βροχής.
    To chóma roufoúse dipsasméno tis prótes stagónes tis fthinoporinís vrochís.
    乾渴的大地飲下第一滴秋
    η περίοδος των βροχώνi períodos ton vrochón雨季
    βροχή από πέτρεςvrochí apó pétres石頭雨
    βροχή μετεωριτώνvrochí meteoritón流星雨
  2. (比喻義) 短時間大量發生的事情

變格

编辑

派生詞

编辑