首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
κόκορας
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
名詞
1.1.1
變格
1.1.2
近義詞
1.1.3
同類詞彙
1.1.4
相關詞彙
希臘語
编辑
名詞
编辑
κόκορας
(
kókoras
)
m
(复数
κόκορες
)
公雞
擊鐵
(
比喻義
)
性生活
旺盛
的男性
變格
编辑
κόκορας的變格
單數
複數
主格
κόκορας
•
κόκορες
•
屬格
κόκορα
•
κοκόρων
•
賓格
κόκορα
•
κόκορες
•
呼格
κόκορα
•
κόκορες
•
近義詞
编辑
αλέκτορας
m
(
aléktoras
)
〈
罕
〉
αλέκτωρ
m
(
aléktor
)
(
純正希臘語
)
πετεινός
m
(
peteinós
)
(
詩化,不常用
)
同類詞彙
编辑
οπλίζω
(
oplízo
,
“
扣扳機
”
)
相關詞彙
编辑
κοκοράκι
n
(
kokoráki
,
“
小公雞
”
)
(
指小詞
)
並參見:
κότα
f
(
kóta
,
“
母雞
”
)