φοινικόπτερος

古希臘語

编辑

詞源

编辑

源自φοῖνῑξ (phoînīx, 深紅色) +‎ πτερόν (pterón, 羽毛)

發音

编辑
 
  • 斷字:φοι‧νι‧κόπ‧τε‧ρος

形容詞

编辑

φοινῑκόπτερος (phoinīkópterosm f (中性 φοινῑκόπτερον); 第二類

  1. 紅色羽毛

變格

编辑

名詞

编辑

φοινῑκόπτερος (phoinīkópterosm (屬格 φοινῑκόπτέρου); 二類變格

  1. 紅鶴/火烈鳥,尤指大紅鸛Phoenicopterus roseus

屈折

编辑

派生語彙

编辑
  • 拉丁語: phoenīcopterus

參考資料

编辑