φυσικό πρόσωπο

希臘語

编辑

名詞

编辑

φυσικό πρόσωπο (fysikó prósopon (复数 φυσικά πρόσωπα)

  1. (法律) 自然人

變格

编辑

參見φυσικός (fysikós)πρόσωπο (prósopo)

參見

编辑

拓展閱讀

编辑