χειρολαβή
希臘語
编辑名詞
编辑χειρολαβή (cheirolaví) f (复数 χειρολαβές)
變格
编辑χειρολαβή的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | χειρολαβή • | χειρολαβές • |
屬格 | χειρολαβής • | χειρολαβών • |
賓格 | χειρολαβή • | χειρολαβές • |
呼格 | χειρολαβή • | χειρολαβές • |
χειρολαβή (cheirolaví) f (复数 χειρολαβές)
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | χειρολαβή • | χειρολαβές • |
屬格 | χειρολαβής • | χειρολαβών • |
賓格 | χειρολαβή • | χειρολαβές • |
呼格 | χειρολαβή • | χειρολαβές • |