αναψοκοκκινίζω

希臘語 编辑

詞源 编辑

ανάβω (anávo, 使燃燒) 的完成體詞幹 αναψ- + κοκκινίζω (kokkinízo, 塗紅;羞紅)

發音 编辑

  • 國際音標(幫助)/a.na.pso.ko.ciˈni.zo/
  • 斷字:α‧να‧ψο‧κοκ‧κι‧νί‧ζω

動詞 编辑

αναψοκοκκινίζω (anapsokokkinízo) (過去簡單式 αναψοκοκκίνισα被動語態 —)

  1. (因運動或憤怒而) 臉紅

變位 编辑

相關詞彙 编辑