αξιωματικός

希臘語 编辑

詞源 编辑

源自古希臘語 ἀξιωματικός (axiōmatikós),源自ἀξίωμα (axíōma, 等級,重要性)

發音 编辑

形容詞 编辑

αξιωματικός (axiomatikósm (陰性 αξιωματική, 中性 αξιωματικό)

  1. 權威的,決定性
  2. (數學) 公理

變格 编辑

相關詞彙 编辑

名詞 编辑

αξιωματικός (axiomatikósm (复数 αξιωματικοί)

  1. (軍事) 軍官
  2. (航海) 大副
  3. (國際象棋)
    近義詞: τρελός (trelós)

變格 编辑

相關詞彙 编辑

派生詞 编辑

  • έφεδρος αξιωματικός m (éfedros axiomatikós, 預備役軍官)

參見 编辑

希臘語中的国际象棋棋子πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
           
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)

派生語彙 编辑

  • 阿羅馬尼亞語:axiumatico