希臘語

编辑

詞源

编辑

源自中古希臘語 τρελός (trelós),源自通用希臘語 τρηρός (trērós),源自古希臘語 τρήρων (trḗrōn)。國際象棋之義意譯法語 fou

形容詞

编辑

τρελός (trelósm (陰性 τρελή,中性 τρελό)

  1. 瘋狂

變格

编辑

相關詞彙

编辑

名詞

编辑

τρελός (trelósm (复数 τρελοί)

  1. 瘋子
  2. (國際象棋罕用)
    近義詞:αξιωματικός (axiomatikós)

變格

编辑

參見

编辑

參見

编辑
希臘語中的国际象棋棋子πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
           
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)