τρελός
希臘語 編輯
詞源 編輯
源自中古希臘語 τρελός (trelós),源自通用希臘語 τρηρός (trērós),源自古希臘語 τρήρων (trḗrōn)。國際象棋之義意譯自法語 fou。
形容詞 編輯
τρελός (trelós) m (陰性 τρελή,中性 τρελό)
- 瘋狂的
變格 編輯
τρελός 的變格
相關詞彙 編輯
- τρέλα f (tréla, 「瘋狂;狂歡」)
名詞 編輯
τρελός (trelós) m (複數 τρελοί)
- 瘋子
- (國際象棋,罕用) 象
- 近義詞: αξιωματικός (axiomatikós)
變格 編輯
參見 編輯
- ψυχάκιας (psychákias, 「偏執狂」)
- σχιζοφρενής (schizofrenís, 「精神分裂症的」)
參見 編輯
希臘語中的國際象棋棋子 (πεσσοί (pessoí))(布局 · 文字) | |||||
---|---|---|---|---|---|
βασιλιάς (vasiliás) | βασίλισσα (vasílissa) | πύργος (pýrgos) | αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) | ίππος (íppos) | στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni) |