希臘語

编辑

詞源

编辑

借自法語 pion (兵,卒)

發音

编辑

名詞

编辑

πιόνι (piónin (复数 πιόνια)

  1. (國際象棋口語)
    近義詞: στρατιώτης (stratiótis)

變格

编辑

參見

编辑
希臘語中的国际象棋棋子πεσσοί (pessoí)(布局 · 文字)
           
βασιλιάς (vasiliás) βασίλισσα (vasílissa) πύργος (pýrgos) αξιωματικός (axiomatikós), τρελός (trelós) ίππος (íppos) στρατιώτης (stratiótis), πιόνι (pióni)