首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
πιόνι
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
詞源
1.2
發音
1.3
名詞
1.3.1
變格
1.4
參見
希臘語
编辑
詞源
编辑
借自
法語
pion
(
“
兵,卒
”
)
。
發音
编辑
國際音標
(
幫助
)
:
/ˈpço.ni/
斷字:
πιό‧νι
名詞
编辑
πιόνι
(
pióni
)
n
(复数
πιόνια
)
(
國際象棋
,
口語
)
兵
,
卒
近義詞:
στρατιώτης
(
stratiótis
)
變格
编辑
πιόνι的變格
單數
複數
主格
πιόνι
•
πιόνια
•
屬格
πιονιού
•
πιονιών
•
賓格
πιόνι
•
πιόνια
•
呼格
πιόνι
•
πιόνια
•
參見
编辑
希臘語中的
国际象棋棋子
(
πεσσοί
(
pessoí
)
)
(
布局
·
文字
)
βασιλιάς
(
vasiliás
)
βασίλισσα
(
vasílissa
)
πύργος
(
pýrgos
)
αξιωματικός
(
axiomatikós
)
,
τρελός
(
trelós
)
ίππος
(
íppos
)
στρατιώτης
(
stratiótis
)
,
πιόνι
(
pióni
)