希臘語 编辑

發音 编辑

  • IPA(幫助)/a.po.kseˈno.no/
  • 斷字:α‧πο‧ξε‧νώ‧νω

動詞 编辑

αποξενώνω (apoxenóno) (過去簡單式 αποξένωσα被動語態 αποξενώνομαι被動過去 αποξενώθηκα被動完成分詞 αποξενωμένος)

  1. 使疏遠

變位 编辑

相關詞彙 编辑