αποξενώνω

希臘語 編輯

發音 編輯

動詞 編輯

αποξενώνω (apoxenóno) (過去簡單式 αποξένωσα被動語態 αποξενώνομαι被動過去 αποξενώθηκα被動完成分詞 αποξενωμένος)

  1. 使疏遠

變位 編輯

相關詞彙 編輯