λαθρέμπορος

希臘語 编辑

詞源 编辑

源自λαθραίος (lathraíos, 非法的) +‎ έμπορος (émporos, 商人)

發音 编辑

  • IPA(幫助)/la.ˈθɾem.bo.ɾos/
  • 斷字:λα‧θρέμ‧πο‧ρος

名詞 编辑

λαθρέμπορος (lathrémporosm (复数 λαθρέμποροι)

  1. 走私

變格 编辑

相關詞彙 编辑