λαθρέμπορος

希腊语

编辑

词源

编辑

源自λαθραίος (lathraíos, 非法的) +‎ έμπορος (émporos, 商人)

发音

编辑

名词

编辑

λαθρέμπορος (lathrémporosm (复数 λαθρέμποροι)

  1. 走私

变格

编辑

相关词汇

编辑