μεγάλος
古希臘語
编辑詞源
编辑源自原始希臘語 *megalos,源自原始印歐語 *méǵh₂s (“大的”)、*meǵh₂los。與阿爾巴尼亞語 madh (“大的”)、[1] 拉丁語 magnus (“大的”)、原始日耳曼語 *mikilaz (“大的”)同源。
形容詞
编辑μεγάλος (megálos)
參考資料
编辑- ↑ Stefan Schumacher & Joachim Matzinger, Die Verben des Altalbanischen: Belegwörterbuch, Vorgeschichte und Etymologie (Wiesbaden: Otto Harrassowitz, 2013), 238.
- “μεγάλος”, in Liddell & Scott (1940年) A Greek–English Lexicon,Oxford:Clarendon Press
- Bailly, Anatole (1935年) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français,Paris:Hachette
- μεγάλος in Trapp, Erich, et al. (1994–2007年) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [拜占庭希臘語大詞庫,尤其收錄9-12世紀用語],Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
希臘語
编辑詞源
编辑源自古希臘語 μεγάλος (megálos),源自古希臘語 μέγας (mégas),源自原始印歐語 *méǵh₂s (“大的”)。
發音
编辑形容詞
编辑μεγάλος (megálos) m (陰性 μεγάλη,中性 μεγάλο)
- (尺寸等) 大的
- Γιαγιά, τι μεγάλα δόντια που έχεις.
- Giagiá, ti megála dóntia pou écheis.
- 奶奶,你的牙齒好大啊。
- Η αδερφή μου έχει μεγάλη αδυναμία στα γλυκά.
- I aderfí mou échei megáli adynamía sta glyká.
- 我的姊妹對甜食有著很大的弱點。
- 高的
- Έκοψαν τα μεγάλα δέντρα.
- Ékopsan ta megála déntra.
- 他們把高大的樹木砍掉。
- (程度) 大的,多的
- Στο πρόσωπό του φαινόταν μεγάλη χαρά.
- Sto prósopó tou fainótan megáli chará.
- 他的臉上洋溢著莫大的喜悅。
- Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για το νέο της βιβλίο.
- Ypárchei megálo endiaféron gia to néo tis vivlío.
- 她的新書十分有趣。
- (時間) 長的,久的
- Το καλοκαίρι οι μέρες είναι μεγάλες ενώ τον χειμώνα είναι μικρές.
- To kalokaíri oi méres eínai megáles enó ton cheimóna eínai mikrés.
- 夏季白天長,冬季白天短。
- 成年的
- Στο κύριο τραπέζι, κάθονται μόνο οι μεγάλοι.
- Sto kýrio trapézi, káthontai móno oi megáloi.
- 只有大人們坐在主桌上。
- 老的
- Ο πατέρας μου είναι μεγάλος άνθρωπος και δεν περπατάει καλά.
- O patéras mou eínai megálos ánthropos kai den perpatáei kalá.
- 我爸爸是個蒼老的男人,走起路來不方便。
- 知名的;重要的;偉大的
- Αύριο είναι η μεγάλη μέρα.
- Ávrio eínai i megáli méra.
- 明天是個重要的日子。
- Η λίστα των μεγάλων Ελλήνων.
- I lísta ton megálon Ellínon.
- 希臘偉人列表。
- Πέθανε χτες ο μεγάλος συγγραφέας.
- Péthane chtes o megálos syngraféas.
- 知名作家於昨日去世。
- (印刷,指字母) 大寫的
- Το όνομά μου να γράφει με μεγάλα γράμματα.
- To ónomá mou na gráfei me megála grámmata.
- 我的名字應該首字母大寫。
變格
编辑 μεγάλος 的變格
數 格 / 性 |
單數 | 複數 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
陽性 | 陰性 | 中性 | 陽性 | 陰性 | 中性 | |
主格 | μεγάλος • | μεγάλη • | μεγάλο • | μεγάλοι • | μεγάλες • | μεγάλα • |
屬格 | μεγάλου • | μεγάλης • | μεγάλου • | μεγάλων • | μεγάλων • | μεγάλων • |
賓格 | μεγάλο • | μεγάλη • | μεγάλο • | μεγάλους • | μεγάλες • | μεγάλα • |
呼格 | μεγάλε • | μεγάλη • | μεγάλο • | μεγάλοι • | μεγάλες • | μεγάλα • |
衍生 | 比較級:πιο + 肯定形(如 πιο μεγάλος) 相對最高級:定冠詞 + πιο + 肯定形(如 ο πιο μεγάλος) |
添加後綴的比較程度
比較級 | 单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | μεγαλύτερος • | μεγαλύτερη • | μεγαλύτερο • | μεγαλύτεροι • | μεγαλύτερες • | μεγαλύτερα • |
屬格 | μεγαλύτερου • | μεγαλύτερης • | μεγαλύτερου • | μεγαλύτερων • | μεγαλύτερων • | μεγαλύτερων • |
賓格 | μεγαλύτερο • | μεγαλύτερη • | μεγαλύτερο • | μεγαλύτερους • | μεγαλύτερες • | μεγαλύτερα • |
呼格 | μεγαλύτερε • | μεγαλύτερη • | μεγαλύτερο • | μεγαλύτεροι • | μεγαλύτερες • | μεγαλύτερα • |
衍生 | 相對最高級:ο + 比較級形式(如“ο μεγαλύτερος”) | |||||
絕對最高級 | 单数 | 复数 | ||||
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | μέγιστος • | μέγιστη • | μέγιστο • | μέγιστοι • | μέγιστες • | μέγιστα • |
屬格 | μέγιστου • | μέγιστης • | μέγιστου • | μέγιστων • | μέγιστων • | μέγιστων • |
賓格 | μέγιστο • | μέγιστη • | μέγιστο • | μέγιστους • | μέγιστες • | μέγιστα • |
呼格 | μέγιστε • | μέγιστη • | μέγιστο • | μέγιστοι • | μέγιστες • | μέγιστα • |
近義詞
编辑- (高的): ψηλός (psilós)
- (程度多的): πολύς (polýs)
- (長的,久的): μακρύς (makrýs)
- (成年的): ενήλικος (enílikos)
- (老的): γέρικος (gérikos)
- (重要的): εξαιρετικός (exairetikós), σπουδαίος (spoudaíos), υψηλός (ypsilós)
反義詞
编辑- (小的): μικρός (mikrós)
- (矮的): κοντός (kontós), χαμηλός (chamilós)
- (短的): σύντομος (sýntomos)
- (未成年的): έφηβος (éfivos)
- (年輕的): νέος (néos)
- (不重要的、平常的): συνηθισμένος (synithisménos), μέτριος (métrios)
派生詞
编辑- μεγαλώνω (megalóno, “成長,長大”)
- μεγαλοσύνη f (megalosýni, “偉大的;大方的”)
- Μεγάλη Βρετανία f (Megáli Vretanía, “大不列顛”)
- Μεγάλη Εβδομάδα f (Megáli Evdomáda, “聖週”)
- Μεγάλες Ώρες (Megáles Óres)