參見:περνώ

希臘語

编辑

詞源

编辑

繼承自中古希臘語 παίρνω (paírnō)ἐπαίρνω (epaírnō)的詞首音脫落形,源自古希臘語 ἐπαίρω (epaírō, 抬,舉) + 鼻音中綴。[1]

發音

编辑

動詞

编辑

παίρνω (paírno) (過去簡單式 πήρα被動語態 παίρνομαι被動過去 πάρθηκα被動完成分詞 παρμένος)

  1. Παίρνει το σκουπίδι από το πάτωμα.Paírnei to skoupídi apó to pátoma.他從地上撿起垃圾。
  2. 得到獲得收到
    Παίρνω λαχανικά από το σουπερμάρκετ.Paírno lachaniká apó to soupermárket.我從超市蔬菜。
    Παίρνω τρεις εβδομάδες άδεια το χρόνο.Paírno treis evdomádes ádeia to chróno.我一年三週的假期。
    Παίρνω 1 κιλό το μήνα.Paírno 1 kiló to mína.我一個月增重一公斤。
  3. 服藥
    Ο πατέρας μου παίρνει πέντε χάπια κάθε μέρα.O patéras mou paírnei pénte chápia káthe méra.我父親每天要五片藥。
  4. 採取採用
    Η κυβέρνηση θα πάρει πιο τολμηρά μέτρα.I kyvérnisi tha párei pio tolmirá métra.政府將採取更加大膽的措施。
  5. 對待看待
  6. 打電話(+ 賓格:給某人)
    παίρνω τηλέφωνο τη μητέρα μουpaírno tiléfono ti mitéra mou電話給我媽

變位

编辑

相關詞彙

编辑

短語:

參見

编辑

參考資料

编辑
  1. παίρνω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.