ρατσισμός
希臘語
编辑名詞
编辑ρατσισμός (ratsismós) m (复数 ρατσισμοί)
變格
编辑ρατσισμός的變格
近義詞
编辑- φυλετισμός m (fyletismós)
相關詞彙
编辑- ράτσα f (rátsa, “種族”)
- ρατσισμός m (ratsismós, “種族主義”)
- ρατσιστής m (ratsistís, “種族主義者”)
- ρατσίστρια f (ratsístria, “種族主義者”)
- ρατσιστικός (ratsistikós, “種族主義的”)