希腊语 编辑

形容词 编辑

άνοστος (ánostosm (阴性 άνοστη,中性 άνοστο)

  1. 无味的,没有味道
    近义词: άγευστος (ágefstos)ανούσιος (anoúsios)άγουστος (ágoustos)
    反义词: νόστιμος (nóstimos)

变格 编辑

相关词汇 编辑