首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
άνοστος
语言
监视本页
编辑
目录
1
希臘語
1.1
形容詞
1.1.1
變格
1.1.2
相關詞彙
希臘語
编辑
形容詞
编辑
άνοστος
(
ánostos
)
m
(陰性
άνοστη
,中性
άνοστο
)
無味
的,沒有
味道
的
近義詞:
άγευστος
(
ágefstos
)
、
ανούσιος
(
anoúsios
)
、
άγουστος
(
ágoustos
)
反義詞:
νόστιμος
(
nóstimos
)
變格
编辑
άνοστος 的變格
數
格 / 性
單數
複數
陽性
陰性
中性
陽性
陰性
中性
主格
άνοστος
•
άνοστη
•
άνοστο
•
άνοστοι
•
άνοστες
•
άνοστα
•
屬格
άνοστου
•
άνοστης
•
άνοστου
•
άνοστων
•
άνοστων
•
άνοστων
•
賓格
άνοστο
•
άνοστη
•
άνοστο
•
άνοστους
•
άνοστες
•
άνοστα
•
呼格
άνοστε
•
άνοστη
•
άνοστο
•
άνοστοι
•
άνοστες
•
άνοστα
•
相關詞彙
编辑
ανοσταίνω
(
anostaíno
,
“
使無味
”
)
ανοστεύω
(
anostévo
,
“
使無味
”
)
ανοστιά
f
(
anostiá
,
“
無味
”
)