首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
αγωγός
语言
监视
编辑
参见:
ἀγωγός
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
相关词汇
希腊语
编辑
名词
编辑
αγωγός
(
agogós
)
m
(复数
αγωγοί
)
(
电学
)
导体
;
导线
管道
;
导管
变格
编辑
αγωγός的变格
单数
复数
主格
αγωγός
•
αγωγοί
•
属格
αγωγού
•
αγωγών
•
宾格
αγωγό
•
αγωγούς
•
呼格
αγωγέ
•
αγωγοί
•
相关词汇
编辑
αγωγιμότητα
f
(
agogimótita
,
“
电导率
”
)
αγώγι
n
(
agógi
,
“
货物;运输
”
)
άγω
(
ágo
,
“
得出,引出
”
)
αγωγιάτης
m
(
agogiátis
,
“
赶骡人
”
)
αγώγιμος
(
agógimos
,
“
导热或导电的
”
)
αεραγωγός
m
(
aeragogós
,
“
通风道
”
)
αεριαγωγός
m
(
aeriagogós
,
“
煤气管
”
)