ακριβώς
参见:ἀκριβῶς
希腊语
编辑词源
编辑发音
编辑副词
编辑ακριβώς (akrivós)
- 准确地,精确地
- Η ώρα είναι δέκα ακριβώς.
- I óra eínai déka akrivós.
- 现在是十点整。
- 准时
- Το λεωφορείο φεύγει στις 9 π.μ. ακριβώς.
- To leoforeío févgei stis 9 p.m. akrivós.
- 巴士早上9点准时开出。
- 正好,恰好
- Ο άνδρας στεκόταν ακριβώς πίσω της.
- O ándras stekótan akrivós píso tis.
- 那个男人正站在她身后。
相关词汇
编辑- ακριβής (akrivís, “准确的,精确的”)
- ανακρίβεια f (anakríveia, “不准确”)
- ανακριβής (anakrivís, “不准确的”)
参见
编辑- ακριβά (akrivá, “昂贵地”)
- 并对比:ακριβός (akrivós, “昂贵的”)