αλιευτικός
希腊语 编辑
形容词 编辑
αλιευτικός (alieftikós) m (阴性 αλιευτική,中性 αλιευτικό)
变格 编辑
αλιευτικός 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | αλιευτικός | αλιευτική | αλιευτικό | αλιευτικοί | αλιευτικές | αλιευτικά |
属格 | αλιευτικού | αλιευτικής | αλιευτικού | αλιευτικών | αλιευτικών | αλιευτικών |
宾格 | αλιευτικό | αλιευτική | αλιευτικό | αλιευτικούς | αλιευτικές | αλιευτικά |
呼格 | αλιευτικέ | αλιευτική | αλιευτικό | αλιευτικοί | αλιευτικές | αλιευτικά |
相关词汇 编辑
- 参见:αλιεία n (alieía, “捕鱼,钓鱼”)