αμμοχάλικο
希腊语 编辑
词源 编辑
άμμος (ámmos, “沙”) + χαλίκι (chalíki, “砾石”)
名词 编辑
αμμοχάλικο (ammocháliko) n (复数 αμμοχάλικα)
变格 编辑
αμμοχάλικο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | αμμοχάλικο • | αμμοχάλικα • |
属格 | αμμοχάλικου • | αμμοχάλικων • |
宾格 | αμμοχάλικο • | αμμοχάλικα • |
呼格 | αμμοχάλικο • | αμμοχάλικα • |