αμμοχάλικο

希臘語 編輯

詞源 編輯

άμμος (ámmos, ) +‎ χαλίκι (chalíki, 礫石)

名詞 編輯

αμμοχάλικο (ammochálikon (複數 αμμοχάλικα)

  1. 骨料集料

變格 編輯