希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 ἀφορμή (aphormḗ),源自ἀφ’ (aph’) / ἀπό (apó, ) + ὁρμή (hormḗ, 攻击,无力)

发音

编辑

名词

编辑

αφορμή (aformíf (复数 αφορμές)

  1. 借口理由原因
    Με αφορμή την εισβολή της Πολωνίας, η Βρετανία κήρυξε πόλεμο στην Γερμανία.
    Me aformí tin eisvolí tis Polonías, i Vretanía kíryxe pólemo stin Germanía.
    以侵略波兰作为借口,英国向德国宣战。
    Καλό παιδί ήταν, τόσα χρόνια ποτέ δεν μας έδωσε αφορμή να τον τιμωρήσουμε.
    Kaló paidí ítan, tósa chrónia poté den mas édose aformí na ton timorísoume.
    他一直是个好孩子,多年以来都没有让我们有理由去惩罚他。
    Μην της μιλάς, ψάχνει αφορμή για καυγά.
    Min tis milás, psáchnei aformí gia kavgá.
    别跟她讲话,她在找理由吵架。
  2. 怨恨怨言
    Δεν έχω αφορμή μαζί του.
    Den écho aformí mazí tou.
    我对她没有怨言

使用注意

编辑

一般指掩盖真正意图的表面原因,“真正意图”的用语为αιτία (aitía)

变格
编辑
相关词汇
编辑

近义词

编辑