αφορμή
希臘語
編輯詞源
編輯源自古希臘語 ἀφορμή (aphormḗ),源自ἀφ’ (aph’) / ἀπό (apó, 「從」) + ὁρμή (hormḗ, 「攻擊,無力」)。
發音
編輯名詞
編輯αφορμή (aformí) f (複數 αφορμές)
- 藉口,理由,原因
- Με αφορμή την εισβολή της Πολωνίας, η Βρετανία κήρυξε πόλεμο στην Γερμανία.
- Me aformí tin eisvolí tis Polonías, i Vretanía kíryxe pólemo stin Germanía.
- 以侵略波蘭作為藉口,英國向德國宣戰。
- Καλό παιδί ήταν, τόσα χρόνια ποτέ δεν μας έδωσε αφορμή να τον τιμωρήσουμε.
- Kaló paidí ítan, tósa chrónia poté den mas édose aformí na ton timorísoume.
- 他一直是個好孩子,多年以來都沒有讓我們有理由去懲罰他。
- Μην της μιλάς, ψάχνει αφορμή για καυγά.
- Min tis milás, psáchnei aformí gia kavgá.
- 別跟她講話,她在找理由吵架。
- 怨恨,怨言
- Δεν έχω αφορμή μαζί του.
- Den écho aformí mazí tou.
- 我對她沒有怨言。
使用注意
編輯一般指掩蓋真正意圖的表面原因,「真正意圖」的用語為αιτία (aitía)。
變格
編輯αφορμή的變格
相關詞彙
編輯- αφορμώμαι (aformómai, 「以……作為藉口」)
近義詞
編輯- (理由): αιτία f (aitía), λόγος m (lógos), πρόφαση f (prófasi), πρόσχημα n (próschima), δικαιολογία f (dikaiología)
- (怨恨): μνησικακία f (mnisikakía), κακία f (kakía)