首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
βλέφαρο
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
词源
1.2
名词
1.2.1
变格
1.2.2
近义词
1.2.3
相关词汇
1.2.4
参见
希腊语
编辑
词源
编辑
源自
古希腊语
βλέφαρον
(
blépharon
)
,源自
βλέπω
(
blépō
)
。
名词
编辑
βλέφαρο
(
vléfaro
)
n
(复数
βλέφαρα
)
眼皮
,
眼睑
变格
编辑
βλέφαρο的变格
单数
复数
主格
βλέφαρο
•
βλέφαρα
•
属格
βλεφάρου
•
βλεφάρων
•
宾格
βλέφαρο
•
βλέφαρα
•
呼格
βλέφαρο
•
βλέφαρα
•
近义词
编辑
ματόφυλλο
n
(
matófyllo
)
相关词汇
编辑
βλεφαρίδα
f
(
vlefarída
,
“
睫毛
”
)
βλέπω
(
vlépo
,
“
看,看见
”
)
参见
编辑
μάτι
n
(
máti
,
“
眼
”
)