δρυοκολάπτης

古希腊语

编辑

其他写法

编辑

词源

编辑

源自δρῦς (drûs, 树,橡树) +‎ κολάπτω (koláptō, ) +‎ -της (-tēs, 阳性施事名词后缀)

发音

编辑
 

名词

编辑

δρῠοκολᾰ́πτης (druokoláptēsm (属格 δρῠοκολᾰ́πτου); 二类变格

  1. 啄木鸟Picinae
    近义词:δρῠ́οψ (drúops)

变格

编辑

派生语汇

编辑
  • 希腊语: δρυοκολάπτης (dryokoláptis)

拓展阅读

编辑

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 δρυοκολάπτης (druokoláptēs),源自古希腊语 δρῦς (drûs, 树,橡树) + κολάπτω (koláptō, 啄,雕刻)

名词

编辑

δρυοκολάπτης (dryokoláptism (复数 δρυοκολάπτες)

  1. 啄木鸟

变格

编辑

近义词

编辑

拓展阅读

编辑