希腊语

编辑

词源

编辑

继承古希腊语 ἐπιλέγω (epilégō),源自ἐπι- (epi-, (到……)上) +‎ λέγω (légō, 选择;说)

发音

编辑

动词

编辑

επιλέγω (epilégo) (过去简单式 επέλεξα被动语态 επιλέγομαι)

  1. (及物不及物) 选择挑选[1]
    Επέλεξε το πράσινο φόρεμα να φορέσει.
    Epélexe to prásino fórema na forései.
    挑了条绿裙子穿上。
    Έχεις επιλέξει ακόμα;
    Écheis epiléxei akóma?
    选了没有?
  2. (不及物罕用) 得出结论[2]
    Επιλέγοντας, είπε ότι λυπόταν για ό,τι έκανε.
    Epilégontas, eípe óti lypótan gia ó,ti ékane.
    最后,他对自己的所作所为感到抱歉。

变位

编辑

近义词

编辑

派生词汇

编辑

参考资料

编辑
  1. επιλέγω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  2. Template:R:Babiniotis 2002