源自古希腊语 καθ’ (kath’) + ὅλου (hólou),ὅλος (hólos, “整个,全部”)的属格。
καθόλου (kathólou)
- 一点也不,根本不,完全不
Δεν είναι καθόλου αστείο!- Den eínai kathólou asteío!
- 这根本不好笑!
- 绝不
- 任何
Έχεις καθόλου λεφτά; Δεν έχω καθόλου.- Écheis kathólou leftá? Den écho kathólou.
- 你还有钱吗?我没有了。
用于否定句(与δεν (den)搭配使用)。