希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 καθ’ (kath’) + ὅλου (hólou)ὅλος (hólos, 整个,全部)的属格。

副词

编辑

καθόλου (kathólou)

  1. 一点根本不,完全
    Δεν είναι καθόλου αστείο!
    Den eínai kathólou asteío!
    根本不好笑!
  2. 绝不
  3. 任何
    Έχεις καθόλου λεφτά; Δεν έχω καθόλου.
    Écheis kathólou leftá? Den écho kathólou.
    你还有钱吗?我没有了。

使用注意

编辑

用于否定句(与δεν (den)搭配使用)。