古希腊语

编辑

发音

编辑

词源1

编辑

词干:

  • κλαϝ- > κλα- (κλᾱ́ω (klā́ō)) / κλαυ- (κλαυ-θμός (klau-thmós))
  • κλαϝ-j- > κλαι-
  • κλαϝ-σ- > κλαυσ-(将来时κλαύσω (klaúsō), κλαυσῐ-)
  • κλαϝ-ε- > κλαϝ-ε-σ > 将来时 κλαήσω (klaḗsō)

源自原始印欧语 *ḱlew- (听见)。对比英语 loud

动词

编辑

κλαίω (klaíō)

  1. 哭泣流泪
其他写法
编辑
使用注意
编辑

阿提卡方言的κλᾱ́ω (klā́ō)κλαίω)和κᾱ́ω (kā́ō)καίω (kaíō, ))是仅有的带-άω结尾而不缩约的动词。关于κλῶ (klô),请参见κλείω (kleíō, )

变位
编辑
派生词
编辑

复合词,派生词:

派生语汇
编辑
  • 希腊语: κλαίω (klaío)(也来自词干κλαυ-)

参考资料

编辑

词源2

编辑

源自κλείω (kleíō, )

动词

编辑

κλαίω (klaíō)

  1. (阿提卡史诗多利亚缩略) κλείω (kleíō)第一人称单数将来时直陈式主动态

参考资料

编辑

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 κλαίω (klaíō)

词根 κλα-;词干:κλαι- / κλαυσ- > κλαψ- / κλαυθ- > κλαυτ- / κλαυμ > κλαμμ > κλαμ-

发音

编辑

动词

编辑

κλαίω (klaío) (过去简单式 έκλαψα被动语态 κλαίγομαι)

  1. (最常用) 哭泣落泪
    Το παιδί έκλαιγε γιατί έπεσε κάτω.
    To paidí éklaige giatí épese káto.
    那孩子因为摔倒了,正在哭着
    Οι γονείς μου κλάψανε από χαρά όταν άκουσαν τα καλά νέα.
    Oi goneís mou klápsane apó chará ótan ákousan ta kalá néa.
    我的父母亲听到这个好消息后,喜极而
  2. (不及物) 因受到刺激而流泪
    Τα μάτια κλαίνε όταν καθαρίζει κανείς κρεμμύδια.
    Ta mátia klaíne ótan katharízei kaneís kremmýdia.
    剥洋葱的时候,眼睛会流泪
  3. (及物比喻义) 为……而哀悼伤心
    Ολόκληρο το χωριό τον έκλαψε όταν πέθανε.
    Olókliro to chorió ton éklapse ótan péthane.
    他死时,全村人都之而哀悼
    Έκλαψε την χαμένη της νιότη.
    Éklapse tin chaméni tis nióti.
    她失去的青春而感到伤心
  4. (及物比喻义) 同情,为……而感到难过
    Τον κλαίω με όλα αυτά που του έγιναν.
    Ton klaío me óla aftá pou tou éginan.
    我为他的经历感到同情
  5. (及物比喻义口语) 笑着哭

变位

编辑

近义词

编辑

反义词

编辑

派生词

编辑

复合动词:

短语:

俗语:

相关词汇

编辑